εἰλικρινεῖς

εἰλικρινεῖς
чистые

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εἰλικρινεῖς" в других словарях:

  • εἱλικρινεῖς — εἰλικρινεῖς , εἰλικρινέω purify pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εἰλικρινεῖς , εἰλικρινής unmixed masc/fem acc pl εἰλικρινεῖς , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινεῖς — εἰλικρινέω purify pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc pl εἰλικρινής unmixed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

  • Ομάρ Καγιάμ — (Νισαμπούρ, Χορασάν; –1123;). Πέρσης αστρονόμος, μαθηματικός και ποιητής. Το 1073 του ανατέθηκε μαζί με άλλους αστρονόμους να μεταρρυθμίσει το ηλιακό περσικό ημερολόγιο. Ίσως να οφείλεται σε αυτόν η αρχή της συστηματικής μελέτης των κυβικών… …   Dictionary of Greek

  • Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Χένρι — (Purcell, Λονδίνο 1659 – 1695). Άγγλος συνθέτης. Αφού τελειοποιήθηκε στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο, διορίστηκε (1679) οργανίστας στο αβαείο του Ουεστμίνστερ και αργότερα (1682) συνθέτης του βασιλιά. Από τους μεγαλύτερους και τους πιο αγαπητούς… …   Dictionary of Greek

  • Στανιουκόβιτς, Κονσταντίν Μιχαήλοβιτς — Ρώσος συγγραφέας (1843 1903). Σπούδασε στη σχολή ναυτικών δοκίμιων της Πετρούπολης. Το 1860 πραγματοποίησε έναν περίπλου της Γης, που τον περιέγραψε στο πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Από τον περίπλου της Γης (1867). Μερικά χρόνια αργότερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»